- πλημμελειῶν
- πλημμέλειαmistake in musicfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξέλευσις — ἐπεξέλευσις, η (AM) [επεξελαύνω] ποινή, τιμωρία («τὴν τῶν καθ ἡμᾱς πλημμελειῶν ἐπεξέλευσιν», Ευστ.) μσν. 1. έφοδος 2. εκδίκηση … Dictionary of Greek